ἐρίβρομοι

ἐρίβρομοι
ἐρίβρομος
loud-shouting
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ερίβρομος — ἐρίβρομος, ον (Α) 1. αυτός που φωνάζει δυνατά («εἰμὶ δ’ ἐγώ Διόνυσος ἐρίβρομος», Ανακρ.) 2. αυτός που βρυχάται ισχυρά («ἐρίβρομοι λέοντες», Πίνδ.) 3. ο πολύ ηχηρός, ο βροντώδης («ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονός», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”